Internal Interviews

Τσιμάρας Τζανάτος - Interview

Νάγια Παπαπάνου

Η Νάγια Παπαπάνου συνάντησε τον Τσιμάρα Τζανάτο, συγγραφέα του έργου «Δις Δυστυχία» που παίζεται τώρα στο θέατρο Φούρνος σε σκηνοθεσία Χρύσας Καψούλη, κι ενώ είναι λίγες μέρες πριν την πρεμιέρα του έργου «Η Επίκληση της Γοητείας» του Γιάννη Μαυριτσάκη, σε σκηνοθεσία Ρούλας Πατεράκη  όπου παίζει. Η συζήτηση, φυσικά είναι για το σύγχρονο Ελληνικό θεατρικό έργο, και ο Τσιμάρας Τζανάτος δηλώνει πως «Καταρχάς είναι απαραίτητο. Είναι απαραίτητο, όχι απλώς γιατί κάποιος γράφει στη χώρα που βρίσκεται, στη γλώσσα του, αλλά γιατί μπορεί να μεταφέρει το στίγμα της εποχής...» 

Ν.Π.: Σύγχρονο Ελληνικό θεατρικό έργο: εσύ είσαι εκπρόσωπος του, πως το βλέπεις σαν συγγραφέας και σαν ηθοποιός; Καταρχάς, σύγχρονο θεατρικό έργο από ποια δεκαετία; 

Τ.Τ.:  Θα είχε ενδιαφέρον να το περιορίσουμε στο πολύ σύγχρονο: τα θεατρικά έργα ή οι συγγραφείς που άρχισαν να παράγουν ή να εμφανίζονται σιγά σιγά μετά το 2000, θα έλεγα. Εγώ, στην ουσία εμφανίζομαι τα τελευταία 5 χρόνια. Το 2013 εμφανίστηκε η «Εκκρεμότητα» που ήταν και το πρώτο συγκροτημένο και καθαρόαιμα δικό μου έργο. Το σύγχρονο Ελληνικό έργο, καταρχάς είναι απαραίτητο. Είναι απαραίτητο, όχι απλώς γιατί κάποιος γράφει στη χώρα που βρίσκεται,  στη γλώσσα του,  αλλά γιατί μπορεί να μεταφέρει το στίγμα της εποχής κάτι που ένα έργο, γραμμένο εκτός εποχής δεν το φέρνει. Αυτό δεν σημαίνει ότι ψάχνουμε το επίκαιρο και με την θετική αλλά και με την αρνητική σημασία. Αλλά δεν μπορείς να αποκοπείς από την εποχή σου. Μια μεγάλη δυνατότητα που σου δίνει μόνο η Τέχνη:  να καταγράψεις την εποχή σου, με τα λόγια της εποχής σου και το αίσθημα του ανθρώπου που το ζει. Απ’ αυτή την άποψη,  έχει το ρόλο ενός ντοκουμέντου που έχει συμπυκνωθεί και μεγενθυνθεί  γιατί αυτό είναι η Τέχνη για μένα. Είναι πάρα πολύ σημαντικό λοιπόν,  ένας Ελληνας να καθρεφτίζει την εποχή του και τον εαυτό του, να ξέρει που βρίσκεται,  ποιο κομμάτι του αναγνωρίζει ή δεν αναγνωρίζει αλλιώς μετά η Τέχνη μπορεί να γίνει διακοσμητική. Μια τέχνη που δεν σε βοηθάει να καταλάβεις αλλά σε βοηθάει να μη καταλάβεις. Εγώ τη λέω φιλολογική ή διακοσμητική τέχνη. 

Στην περίπτωση του ηθοποιού,  θα μπορούσε να τον βοηθήσει να προσεγγίσει με μεγαλύτερη  τρέχουσα αλήθεια αυτό που πρέπει να παράξει σαν ηθοποιός επί σκηνής. Είναι πολύ σημαντικό, βέβαια πάντα,  θα πρέπει να το πω αυτό: σημασια έχει το έργο να είναι καλό έργο. Αν ένα έργο, που δεν είναι Ελληνικό,  είναι καλό,  είναι σαν να είναι  Ελληνικό. Ακούγεται σαν να είναι αντιφατικό,  δεν είναι,  συμπληρωματικό είναι. Γιατί το θέμα δεν είναι να υπάρξει Ελληνικό έργο και να ‘ναι μέτριο ή κακό. Διότι το θέμα δεν είναι να παραχθούν έργα με το ζόρι. 

Ν.Π.: Γιατί ένας θεατής σ’ αυτή τη χώρα να επιλέξει ένα ελληνικό έργο και να μην πάει να δει το τελευταιο έργο που παίχτηκε στην Αγγλία,  γράφτηκε στην Αγγλία ή ένα Αμερικάνικο ή ένα Γαλλικό ή ένα Ιταλικό;

Τ.Τ.:  Αν δεν ξέρει μέχρι τώρα το Ελληνικό έργο,  έχει ενδιαφέρον, να πάρει το ρίσκο, να το συναντήσει. Μπορεί να συναντήσει κάτι που θα τον ξαφνιάσει. Όταν πάμε στο ξένο έργο, πάμε ως καταναλωτές . Έχει εύσημα,  καταρχάς για τον Ελληνα είναι ξένο, - το γνωστό θέμα μιας ξενομανίας - . Υπάρχουν πάρα πολλά ξενα έργα που παίζονται  κι είναι πολύ μέτρια και μπορεί να υπάρχουν - και υπάρχουν - κάποια έργα, που είναι ελληνικά, που είναι πολύ καλύτερα και μπορεί να μην έχουν παιχτεί. Αν υπάρξει ένα ενδιαφέρον για το ελληνικό έργο, αυτό αμέσως θα έρθει να ισορροπήσει τα πράγματα. Κυρίως των ανθρώπων του θεάτρου,  γιατί οι ίδιοι πρέπει να προτείνουν στον κόσμο.  Αυτοί πρέπει να καθοδηγήσουν το κοινό εντέλει. Πολλοί άνθρωποι πια, και συνάδελφοι ηθοποιοί λένε: « Δεν το γνωρίζω το σύγχρονο Ελληνικό έργο. Θα ‘θελα να το μάθω.» 

Ν.Π.: Τα τελευταία χρόνια, υπάρχει ένα ρεύμα προς το ελληνικό έργο. Αυτό σημαίνει ότι έχει αρχίσει σιγά - σιγά και συνανταει στήριξη; Στήριξη και από τις εκδόσεις, γιατί ένα έργο αρχικά θα πρέπει να εκδοθεί ;

Τ.Τ.:  Δεν συνηθίζεται παρ’ όλα αυτά. Το θεατρικό έργο, στην ουσία,  είναι λογοτεχνικό είδος. Πρόκειται για ένα κείμενο που θα λειτουργήσει πρακτικά σαν παρτιτούρα για την παράσταση,  πραγματικά απαραίτητο. Από μια άλλη άποψη, θεατρικό έργο που τυπώθηκε και εκδόθηκε αλλά δεν παίχτηκε είναι σαν να μην υπάρχει πρέπει να βρει το τελικό του τόπο,  που είναι η σκηνή. Έχουν αρχίσει τώρα πια να εκδίδονται τα έργα χωρίς αυτό να είναι όμως και συστηματικό. Υπάρχουν κάποιες περιπτώσεις ανθρώπων που στηρίζουν εκδοτικά την έκδοση θεατρικών. Μακάρι να συνεχιστεί αυτό,  γιατί είναι απαραίτητο, γιατί ψάχνουν, ακόμα κι οι άνθρωποι του χώρου, να επικοινωνήσουν και δεν βρίσκουν τα κείμενα 

Ν.Π. : Η «Δις Δυστυχία», ένα δικό σου έργο ανεβαίνει τώρα στο Θέατρο Φούρνος; Ας μιλήσουμε για την διαδρομή της από το βιβλίο στη σκηνή.

Τ.Τ.: Στην προκειμένη περίπτωση, η σκηνοθέτης η Χρύσα Καψούλη,  που είναι και φίλη πολλά χρόνια και συνεργάτης αρκετά χρόνια, ζήτησε να το ανεβάσει στο θέατρο γιατί το ήξερε στην πρώτη του εκδοτική μορφή. Κυκλοφόρησε ως μορφή αφηγήματος απ΄τις εκδόσεις Σοκόλη πριν 2 - 3 χρόνια.  Στο μεταξύ, στο αναλόγιο που κάνει εδώ και πολλά χρόνια για τα ελληνικά έργα η Σίσσυ Παπαθανασίου - εκείνη τη χρονιά το 2014, νομίζω γινόταν στο Θέατρο Τέχνης - μου ζήτησαν τη  «Δις Δυστυχία». Εγώ είπα,  θα το μεταφέρω εγώ,  θα κάνω την πρώτη του μεταγραφή και, όπερ και εγένετω. Γιατί ήθελα να τεστάρω αυτό που φαινόταν σαν πάρα πολύ δύσκολο να μεταφερθεί στο θέατρο.  Κάποιοι μου λέγανε: « ξέρεις έχει μια περίεργη,  μεγάλη θεατρικότητα». Μέσα απ’ αυτό το τεστάρισμα σιγούρεψα ότι μπορεί να πάει παρακάτω . Τα παιδιά και η Χρύσα προχώρησαν, και τότε εγώ αποφάσισα ότι έπρεπε οπωσδήποτε να ξαναδουλέψω το κείμενο.  Γιατί  δεν ήταν μια παρουσίαση αναλογίου ή ένα performing  άπαξ, αλλά μια παράσταση και η παράσταση βάζει άλλες συνθήκες άλλες δυναμικές.  Κι εγώ είπα,  θα κάνω αυτό που θεωρώ ότι πρέπει να γίνει, για να υπάρξει η Δυστυχία θεατρικό έργο παρότι υπήρχαν πολλές μεγάλες δυσκολίες. Για μένα αυτό ήταν το ενδιαφέρον,  γιατί έπρεπε να δουλέψω ένα κομμάτι που περιείχε, και είχε ήδη δουλευτεί: την αφηγηματικότητα μέσα από το θέατρο.  Αυτό υπάρχει και στα προηγούμενα έργα που εχω γράψει. Το αφήγημα, για μένα, είναι ένα στοιχείο φόρμας θεατρικής που νομίζω, ότι δεν είναι τυχαίο που επιστρέφει με ένα τρόπο που παλιά το αποκλείαμε.  Βέβαια πάντα υπήρχε στο θεατρο κι από τους παλαιότερους χρόνους, ακόμα και μέσα στην αρχαία τραγωδία το αφηγηματικό στοιχείο είναι τεράστιο. Αλλά θέατρο δεν είναι επείδη κάποιος μιλαει με έναν άλλο. Ζούμε σε μια εποχή που δεν υπάρχουν τόσο κλισέ και στερεότυπα, οι Τέχνες μεταξύ τους επικοινωνούν, τροποποιείται το ύφος. Πρέπει λοιπόν να θίξεις αλλιώς τα πράγματα και να πεις ίσως και άλλα πράγματα.  Γιατί να μείνουμε σε ένα σχήμα που τα εγκλωβίζει και δεν πολυφαίνονται. Αφού, εν τέλει η Τέχνη και δη το Θέατρο, αυτή είναι η δουλειά του: να φανερώσει το αφανές. 

Ν.Π.: Τώρα,  σαν ηθοποιός, είσαι στην «Επίκληση της Γοητείας», επίσης ένα Ελληνικό σύγχρονο έργο του Γιάννη Μαυριτσάκη. Πως είναι να βρίσκεσαι μέσα σ’ αυτό το σχήμα δηλαδή να υπάρχει ο συγγραφέας , η Ρούλα η Πατεράκη,  που είναι ο άνθρωπος που γνωρίζουμε στο θέατρο, και να βλέπεις πως από τη μια πλευρά του κειμένου φτάνουμε στη σκηνή -  στον τόπο όπως τον αποκάλεσες -  με μια σύμπραξη και των δύο μέσων, δηλαδή και του σκηνοθέτη και του συγγραφέα,  γιατί φαντάζομαι ότι υπάρχει αλληλεπίδραση.

Τ.Τ.:  Θα σου πω το εξής:  επειδή, για κάποιο λόγο, εγώ συνδέθηκα πολύ βαθιά με αυτό το κείμενο,  γιατί το πιστεύω. Εγώ, αμα πιστεύω κάτι, δε με ενδιαφέρει ποιανού είναι,  μπορεί να το υποστηρίξω πιο πολύ κι από δικού μου πράγμα. Και το λέω πάρα πολύ σοβαρά, όποιος με ξέρει, το ‘χει υπόψη του. Αυτό το έργο, είναι ένα έργο,  που είναι σπουδαίο θα το στηρίξω είτε είμαι, είτε δεν είμαι. Όταν ήρθαμε σε επαφή με τη Ρούλα τη Πατεράκη, εγώ ήξερα, ότι η Ρούλα ήταν αυτή που θα το καταλαβαινε. Και όντως, συνέβη. Η Ρούλα με το που διάβασε το έργο κατάλαβε τι είναι το έργο,  εξ ου και από τότε που ξεκινήσαμε τις πρόβες η Ρούλα πάντα ήτανε - μπορώ να σου πω και περισσότερο από το Γιάννη το Μαυριτσάκη -  μέσα στο τι μεταφέρει αυτό το έργο,  με ένα τρόπο που είναι αξιοζήλευτος. Πραγματικά δηλαδή, απ’ αυτή την άποψη εγώ ως γράφων το ζήλεψα πόσο κατανοούσε τρομερά το κείμενο. Όχι ότι δε μου ‘χει τύχει. Μου ‘χει τύχει να κατανοούν απόλυτα ένα κείμενο μου. Αλλά το ‘βλεπα απ’ έξω και το χαιρόμουν. Αυτό είναι πολύ μεγάλο δώρο και το κατάλαβε αμέσως και ο Γιάννης,  οπότε δεν υπήρξε ποτέ μια αντιπαραθεση απ’ αυτές που υπάρχουν ανάμεσα σε σκηνοθέτες και συγγραφέις. Η δε Ρούλα, παρότι είναι ένας πολύ ιδιαίτερος άνθρωπος και λίγο πολεμικός κιόλας θεωρείται -  έχει χτίσει μια μυθολογια γύρω απ’ αυτήν, απ’ το πολέμικό της στοιχείο - και το λέω χαμογελώντας αυτό,  είναι από τις ελάχιστες περιπτώσεις που ζήτησε να είναι εκεί ο Γιάννης (ο Μαυριτσάκης,  ο συγγραφέας του έργου) στις πρόβες. Κάποια παιδιά που είναι πολλά χρόνια μαθητές της ή δουλέψει μαζί της, ξαφνιάστηκαν τόσο πολύ,  μπήκαν σε μια αλλόκοτη αγωνία ότι κάτι έχει συμβεί,  «Τι συμβαίνει με τη Ρούλα;»  Αλλά απλώς, όπως τους είπα κι εγώ κάποια στιγμή, είναι ότι ο συγγραφέας δεν είναι πεθαμένος (γέλια). Η Ρούλα ήταν πάρα πολύ ανοιχτή σ’ αυτό το διάλογο. Συνεχίζεται ακόμα μέχρι τώρα,  που πάμε για την πρεμιέρα μας,  ο Γιάννης να παρευρίσκεται στις πρόβες και να υπάρχει πάντα το ερώτημα: « Γιάννη τι λες εσύ; Πως σου φαίνεται; Σ’ αρέσει;»  Είναι πάρα παλύ ενδιαφέρον. Είναι σημαντικό να είσαι σε ένα έργο που πιστεύεις πάρα πολύ σαν ηθοποιός κι από την άλλη να είσαι με μια σκηνοθέτιδα σαν τη Ρούλα, έναν άνθρωπο που ξέρει πολύ καλά τι είναι το κείμενο, τι είναι το θέατρο. Κι αν μη τι άλλο, μπορώ με σιγουριά να πω, ότι αυτό το κείμενο ξέρει πολύ καλά τι λέει και πως πρέπει ίσως και να το πει. Πάρα τις πολλές δυσκολίες που είχαμε,  γιατί ήταν μια περιπέτεια,  αλλά χωρίς περιπέτεια δεν γίνεται εν τέλει,  είναι μια πολύ ιδιαίτερη συνάντηση. Θα μπορώ να μιλήσω με σιγουριά με το που θα κάνουμε την πρεμιέρα. Αλλά είναι ένα  πολύ ωραίο ταξίδι. 

Ν.Π.: θα θέλες να μου πεις μια μποεμ στιγμή της ζωής σου; 

Τ.Τ.: Πέρασα μια περίοδο στη ζωή μου που θα την χαρακτήριζα μποέμ. Αλλά με ξαφνιάζει που δεν μπορώ να αναφέρω στιγμές αυτής της περιόδου. Σαν να έλειπα εγώ.

Ίσως επειδή έχω χάσει την ελαφράδα ζωής, που δεν την είχα εκ φύσεως- ουδέποτε. Εξ ου και με αγώνα την διεκδίκησα, απο μια ηλικία και έπειτα. Ως δικαίωμα .

Με βοηθάτε με αυτή την ερώτηση άθελά σας να ξεκαθαρίσω χρόνια μετά, πως ένα μεγάλο μέρος της μποέμ ζωής μου, ήταν τελικά μποέμ, αλλά αφετηρία της ήταν η ξενοιασιά των άλλων γύρω μου. Για κάποιο λόγο η χαρά μου ήταν πάντα του διπλανού. Ως διαπίστωση το λέω. Πικρή, πιθανόν.

Ν.Π.: Ευχαριστώ πολύ.

Τ.Τ.: Εγώ ευχαριστώ.

Φωτογραφίες : Αναστασίας Λιάπη και  Σταύρου Χαμπάκη

Σχόλια χρηστών

Για να συμμετέχετε στην συζήτηση πρέπει να γίνετε μέλη. Λάβετε μέρος σε κάποια συζήτηση κάνοντας roll-over στο αρχικό σχόλιο και πατήστε το κουμπί "Απάντηση". Για να εισάγετε ένα νέο σχόλιο χρησιμοποιήστε την φόρμα στο τέλος της λίστας.

Για να σχολιάσετε αυτό το άρθρο θα πρέπει να είστε εγγεγραμμένο μέλος