Η Συνωμοσία του Dennis, μέρος δεύτερο

Νάγια Παπαπάνου

Η Θάλεια προς στιγμή ένοιωσε να σταματά η καρδιά της, ο αέρας να κλειδώνεται στα πνευμόνια της... Τρόμαξε. Πάγωσε μπροστά στην πόρτα. Τα μάτια της διάπλατα ανοιχτά κοιτούσαν το κενό ασκαρδαμυκτί. Αν την κοίταζε κάποιος από μακριά θα έπαιρνε όρκο ότι είναι κούκλα. Σαν να είχε γίνει τομή στον χρόνο, δεν κινούνταν τίποτα.  Κι ύστερα από κλάσματα δευτερολέπτου μέσα στο μυαλό της άρχισαν αλλεπάλληλες συνάψεις, κάτι κινούνταν ιλιγγιωδώς και χτύπαγε από νευρώνα σε νευρώνα σαν μπίλια σε φλιπεράκι. Ο αέρας χτύπησε πάνω στην μάσκα, και η Θάλεια ξεφύσησε σαν να έβγαινε στην επιφάνεια μετά από μακροβούτι. Πετάρισε τα βλέφαρα της και ένοιωσε ένα ελαφρύ μούδιασμα στα άκρα της. Έγειρε ελαφρά μπροστά το κεφάλι της, ακούμπησε την τσάντα πάνω στο τραπεζάκι δίπλα στην είσοδο και κοίταξε τον νεαρό μπροστά της εμφανώς ανακουφισμένη.

– Έφτασα!

Η Θάλεια έδειξε να τον αναγνωρίζει αλλά εξακολουθούσε να μένει αμέτοχη, σωματικά τουλάχιστον, καθώς τα μάτια της έδειχναν να αντιδρούν στο ερέθισμα της παρουσίας του. Εκείνος την κοίταξε διερευνητικά. Ένα πλατύ χαμόγελο απλώθηκε στο πρόσωπο του. Σήκωσε τα χέρια του και πλησίασε για να την αγκαλιάσει. Η Θάλεια πισωπάτησε σχεδόν σαν να φοβόταν αλλά τα χέρια του είχαν ήδη κυκλώσει το σώμα της και οι παλάμες του εφάρμοζαν στις ωμοπλάτες της, οι αγκώνες του ακουμπούσαν στα πλευρά της. Η Θάλεια με κόπο τράβηξε τον λαιμό της ώστε το πρόσωπο της και κυρίως η μύτη και το στόμα να μην αγγίξουν ενώ τα χέρια της κρέμονταν κάπου ενδιάμεσα σαν να μην ήξεραν κι αυτά αν πρέπει να τραβηχτούν ή όχι.  Ο αέρας χτύπησε πάνω στην μάσκα, και η Θάλεια ξεφύσησε μαλακά σαν να έβρισκε ξανά το ρυθμό της. Η αναπνοή της απέκτησε μια κανονικότητα καθώς συνειδητοποίησε ότι φορούσε ακόμα την μάσκα της. Τα χέρια της αργά κινήθηκαν προς τα πάνω και άγγιξαν την στιλπνή επιφάνεια του δερμάτινου σακακιού. Το αριστερό της χέρι ακούμπησε τον λαιμό και τα δάχτυλα της χώθηκαν μέσα στα μαλλιά του.  Ο νεαρός άντρας την έσφιξε ακόμα περισσότερο και σχεδόν την μετακίνησε προς το εσωτερικό του σπιτιού.

“Έφτασα!”, επανέλαβε διθυραμβικά και άφησε μια γενναία δόση αέρα να βγει από τα πνευμόνια του. Η Θάλεια αστραπιαία τον απομάκρυνε. Σαν να εκτελούσε λαβή πολεμικής τέχνης έγειρε το βάρος της προς τα πίσω, ίσιωσε τους αγκώνες και κατέβασε αποφασιστικά τα χέρια του από τα πλευρά της. Έκανε μισό βήμα και περιστράφηκε περίπου 60 μοίρες. Έκλεισε μαλακά την πόρτα την στιγμή που εκείνος έβαζε μέσα ένα μικρό δερμάτινο σακίδιο.

– Δεν μπορείς να φανταστείς τι έχω τραβήξει για αυτό το ταξίδι!

– Η τουαλέτα είναι στο βάθος του διαδρόμου, θα σου φέρω καθαρή πετσέτα για τα χέρια και το πρόσωπο.

– Θάλεια;

– Ναι;

– Είσαι καλά;

– Ναι;

– Ω θεοί! Μου το 'πε η μάνα μου ότι είσαι οριακά αλλά αυτό που βλέπω ξεπερνά κατά πολύ τα όρια..

– Dennis! Τι είναι αυτά που λες;

– Αυτά που βλέπω λέω!

Η Θάλεια έσμιξε ελαφρά τα φρύδια της, το μέτωπο της συσπάστηκε ελαφρά αφήνοντας να φανεί μια λεπτή γραμμή στο μέσο του, τα χείλη της σφίχτηκαν και λέπτυναν. Απείχε κλάσματα του δευτερολέπτου από το να βάλει τα κλάματα. Ήδη ένοιωθε στο κάτω μέρος των ματιών της την υγρασία να συνωστίζεται. Ταυτόχρονα η ύπαρξη της ολόκληρη αντιστεκόταν σε αυτή την θυμική αντίδραση, και αυτή η αντίσταση συνοψιζόταν σε ένα κύμα θυμού που άμβλυνε την γραμμή στο μέτωπο, τράβαγε τα φρύδια της προς τα έξω και δημιουργούσε μια προσωρινή εικόνα  botox στο πρόσωπο της. Ο  Dennis είχε ήδη γυρίσει την πλάτη του, ήξερε πολύ καλά πόσο δύσκολο της ήταν να κλαίει μπροστά σε άλλους. Η Θάλεια στεκόταν στο μέσο του διαδρόμου που οδηγούσε στην τουαλέτα. Πάλι το σώμα της μετέωρο, αδύναμο να αντιδράσει. Αν υπήρχε κάτι που είχε δυσκολέψει περισσότερο από κάθε τι, αυτό ήταν η σωματική αντίδραση. Σαν να είχαν παγώσει οι βασικές αισθήσεις της, αντί να κινητοποιούν την κίνηση, πέρναγαν απευθείας στο μυαλό, φιλτράρονταν με βασικό γνώμονα την απόσταση, την αποστείρωση και την αποφυγή... Θυμήθηκε συνειρμικά όταν ήταν μικρή, είχε συχνές ρινορραγίες, ξύπναγε μέσα στην νύχτα καταπίνοντας αίμα, τρομάζοντας τους γονείς της έως ότου ο ΩΡΛ έκανε καυτηριασμό... αλλά ποτέ δεν απέβαλε την γεύση του αίματος...

– Θάλεια;

– Ναι.

– Έχω στην τσάντα ένα Beaujolais Nouveau. Κανονικό. Βγάλε ποτήρια να πιούμε για το καλωσόρισμα!

Και ξαφνικά το σώμα της Θάλειας μαλάκωσε. Ξεπάγωσε το πρόσωπο της. Χαμογέλασε. Πήγε στο ντουλάπι με τα baccarat, έβγαλε δύο ποτήρια.. κοντοστάθηκε, σκέφτηκε και προσανατολίστηκε στην κουζίνα, έβγαλε ότι τυριά είχε στο ψυγείο, κάτι φρούτα και κατευθύνθηκε διθυραμβικά στο σαλόνι. Ο  Dennis καθόταν οκλαδόν στην κόκκινη φλοκάτη με το μπουκάλι το κρασί στα χέρια, κοιτάζοντας την με τρυφερότητα.

– Θάλεια;

– Ναι.

– Όλα καλά.

... συνεχίζεται

*πίνακας του Γιώργου Βακαλό από την συλλογή της οικογένειας Βακαλό

** Κι εδώ το προηγούμενο κείμενο ...


Σχόλια χρηστών

Για να συμμετέχετε στην συζήτηση πρέπει να γίνετε μέλη. Λάβετε μέρος σε κάποια συζήτηση κάνοντας roll-over στο αρχικό σχόλιο και πατήστε το κουμπί "Απάντηση". Για να εισάγετε ένα νέο σχόλιο χρησιμοποιήστε την φόρμα στο τέλος της λίστας.

Για να σχολιάσετε αυτό το άρθρο θα πρέπει να είστε εγγεγραμμένο μέλος