Point Of View

Η Συνωμοσία του Dennis. Μέρος πέμπτο

Νάγια Παπαπάνου

…..

Μερικές φορές οι κινήσεις μας καταγράφονται στο ακέραιο, σαν να πρόκειται για ένα λεπτομερές εγχειρίδιο καταχώρησης των δράσεων και ορμών μας. Στην προκειμένη, την στιγμή που η Θάλεια προσέγγισε το μπουκάλι, άρχισε ένας αυτόματος καταγραφέας μιας αξιοσημείωτης εμπειρίας μιας, κατά τα άλλα, συνήθους διαδικασίας: Η μυρωδιά του κρασιού εισχώρησε από την μύτη ακολουθώντας μια ξέφρενη πορεία. Το κρασί ξεχύθηκε μέσα στο στόμα, σαν ένα ορμητικό κύμα χτύπησε πρώτα στον ουρανίσκο, κι από κει πορεύθηκε προς τον λάρυγγα. Σαν να ακολουθούσε χιλιάδες αυλάκια συνέχισε να κατεβαίνει ώσπου κάπου κάτω από τον λαιμό, άρχισε να διαχέεται και να διακλαδώνεται σε απειροελάχιστα μικρές διαδρομές  στον εσωσκελετό που περιέβαλε την καρδιά. Κατακόκκινες διαδρομές εφορμούσαν προς την καρδιά, την δονούσαν, ενώ εκείνη σε μια ρυθμική συστολή και διαστολή εξώθησε την θερμότητα που συσσώρευσε προς όλες τις κατευθύνσεις μέσα στο σώμα.

Η Θάλεια βίωσε ένα γλυκό μούδιασμα από την κορφή ως τα νύχια. Ασυναίσθητα η γλώσσα της πίεσε τον ουρανίσκο, η κάτω γνάθος μετακινήθηκε ελαφρά, οι μύες του προσώπου άρχισαν να τραβιούνται μαλακά προς τα αυτιά της καθώς ένα χαμόγελο ευτυχίας απλώθηκε στο πρόσωπο της. Ο χρόνος έμοιαζε να διαστέλλεται σε αυτή την γλυκιά θυμηδία, ο χώρος εξαϋλωνόταν και η ίδια για κλάσματα δευτερολέπτου αποσπάστηκε από την παρουσία της. Η βαρύτητα των πραγμάτων αναιρέθηκε και η Θάλεια βρέθηκε να μετεωρίζεται σαν αερόστατο την στιγμή που αφαιρείται και το τελευταίο βαρίδι από το καλάθι. Αισθάνθηκε μια αλλοπρόσαλλη εγγύτητα και ταυτόχρονη απόσταση από τα συναισθήματα της. Μέσα στο κεφάλι της κάτι έτρεχε με ιλιγγιώδη ταχύτητα, κάτι άλλο από την σκέψη. Μια εξίσωση με πολλαπλούς αγνώστους έμοιαζε να λύνεται από μόνη της ενώ πάνω της χοροπηδούσαν φράσεις, λέξεις, ημερομηνίες, ονόματα. Σφάλισε τα βλέφαρα της, σαν να κρατήσει αυτή την αιφνίδια καθαρότητα από πιθανή απόδραση, και με την κίνηση των βλεφάρων, τα μάτια της είδαν ένα ξεκάθαρο φως. Ύστερα, όλα επανήλθαν.

Η Θάλεια κατέβασε τα πόδια της από τον καναπέ και βύθισε τις πατούσες της στην φλοκάτη. Ανοιγόκλεισε τα μάτια της και κοίταξε γύρω της: σαν να είχαν λάβει τα αντικείμενα την πραγματική τους διάσταση. Τώρα, διέκρινε καθαρά στον χώρο μια υποχώρηση της δικής της παρουσίας από το ίδιο της το σπίτι. Εδώ και μήνες, οι ώρες που είχε περάσει εκεί μέσα ήταν πολύ περισσότερες από όσες συνήθως, αλλά τώρα, ήταν περισσότερο απούσα παρά ποτέ. Η καθημερινότητα στο σπίτι ήταν μια συνεχής ενασχόληση με την καθαριότητα, το συγύρισμα, το ράβε – ξήλωνε, το να παρακολουθεί ταινίες και σειρές και να ψάχνει ό,τι πιο απίθανο στο διαδίκτυο. Όμως όλη αυτή η “ενασχόληση” δημιουργούσε ένα αποτύπωμα εγκατάλειψης, της δικής της εγκατάλειψης μέσα στο σπίτι. Κάπου είχε αφήσει σαν σακί το σαρκίο της, και το ομοίωμα του συνέχιζε, σαν αυτόματο, να αναπαράγει μέσα στο σπίτι μια ρουτίνα που το έκανε να μοιάζει ζωντανό.

Πως επέτρεψε αυτή την διχοτόμηση της; Η συνειδητοποίηση ήταν τρομακτική. Εντούτοις, της ήταν σαφές πως επρόκειτο για έναν μηχανισμό επιβίωσης. Όμως αυτός ο μηχανισμός που της επέτρεπε να επιβιώνει των συνθηκών, ταυτόχρονα την τσάκιζε. Είχε προχωρήσει σε τέτοια αποξένωση, που σχεδόν είχε απωλέσει το γιατί, το πότε και το πως. Ποια ήταν η μέρα που παράτησε εαυτόν σαν πανωφόρι σε μια γωνιά και αποξενώθηκε από τις αισθήσεις της για να είναι ήρεμη, λογική και υπάκουη στους κανόνες της προστασίας του πολίτη; Πότε πρόσπεσε ικέτης στην τετράγωνη λογική της αυτοσυντήρησης και έκλεισε την στρόφιγγα της θυμικής αντίδρασης; Που είχε παρατήσει την Θάλεια; Όταν θα την έβρισκε, πως θα ήταν; Γιατί, θα την έβρισκε, δεν υπήρχε καμία αμφιβολία, κι ειδικά μετά την τωρινή της επιφοίτηση. Και τότε αναμφισβήτητα θα λογαριάζονταν... Κρατώντας την μποτίλια, ήπιε άλλη μια γουλιά κοιτώντας τον Dennis, και του πρότεινε το μπουκάλι.

Ο  Dennis θεωρούσε την έκπληξη ανανεωτική. Tο αρχικό του ξάφνιασμα από την αναπάντεχη αντίδραση της Θάλειας, είχε αντικατασταθεί από έναν ήπιο ενθουσιασμό. Του άρεσε να βλέπει κάτι καινούριο στους ανθρώπους που γνώριζε χρόνια, ήταν ο τρόπος του για να ανανεώνει την σχέση του μαζί τους. Πίστευε ακλόνητα ότι μια ζωή ολόκληρη δεν αρκεί για να γνωρίσεις έναν άνθρωπο, αλλά μια στιγμή μόνο είναι αρκετή ώστε να δεσμευτείς στην κατανόηση του. Μόλις είχε βιώσει αυτή την στιγμή και αισθανόταν πολύ καλά με τον εαυτό του γιατί επιβεβαιωνόταν η άποψή του αφενός, κι αφετέρου διαισθανόταν μια σημαντική διαφοροποίηση στην ενέργεια και την στάση της Θάλειας, μια ελαφρά μετατόπιση που τον έκανε και αυτόν να αισθάνεται καλά. Όχι ότι θα επέτρεπε ποτέ να του υπαγορεύσει κάποιος πως αισθάνεται, αλλά το να βρίσκεται στον ίδιο χώρο με έναν άνθρωπο μαγκωμένο, σχεδόν ψυχρό, έναν άνθρωπο που μοιάζει με αυτόν που γνωρίζει αλλά δε φέρεται “ανθρωπινά”, αυτό του προκαλούσε μια δυσφορία.

... συνεχίζεται

Πίνακας του Τζων Χριστοφόρου (1921 - 2014) από την αναδρομική έκθεση: “Άνθρωποι: Οι Πεπτωκότες Άγγελοι” που παρουσιάστηκε στην αίθουσα Εργοστάσιο της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών και διοργανώθηκε από το Υπουργείο Πολιτισμού σε συνεργασία με την ΑΣΚΤ.


Σχόλια χρηστών

Για να συμμετέχετε στην συζήτηση πρέπει να γίνετε μέλη. Λάβετε μέρος σε κάποια συζήτηση κάνοντας roll-over στο αρχικό σχόλιο και πατήστε το κουμπί "Απάντηση". Για να εισάγετε ένα νέο σχόλιο χρησιμοποιήστε την φόρμα στο τέλος της λίστας.

Για να σχολιάσετε αυτό το άρθρο θα πρέπει να είστε εγγεγραμμένο μέλος