Point Of View

Κρυφτό

Θοδωρής Τσοκανής

Είχα που λες μια ανάμνηση σήμερα, πολύ ζωντανή, σα να γινε χτες κι ας έχουν περάσει 25-26 χρονάκια. Μάλλον την είχα ανάγκη μια τόσο όμορφη ανάμνηση να με κάνει να χαμογελάσω γιατί οι τελευταίες μέρες δεν είναι και οι καλύτερες. Θέλεις να στην πω; Κάτσε αναπαυτικά και άκου.

Πρώτα απ όλα να σου ξεκαθαρίσω ότι στην πολύ μακρινή παιδική μου ηλικία τα πράγματα ήταν σαφώς διαφορετικά ακόμα και για τα παιδιά της Αθήνας. Θέλω να πω ότι οι γειτονιές τότε ήταν ακόμα γειτονιές, γνωριζόμασταν μεταξύ μας και σαν πιτσιρίκια, από τα πιο ζωηρά μέχρι τα πιο μαμούχαλα – εγώ κάπου στη μέση ήμουν – παίζαμε στους δρόμους επί ώρες, τόσες πολλές ώρες που έφτανε η στιγμή που οι μαμάδες έπαιρναν την αστυνομία τηλέφωνο για να μας βρουν. Άδικα. Αν δεν θέλαμε να μας βρουν δεν μας έβρισκαν με τίποτα, μετά βέβαια έπεφταν κάτι ψιλές, αλλά τι ειν ο πόνος μπρος στα κάλλη βρε μάτια μου;

Παίζαμε λοιπόν ένα σκασμό παιχνίδια, μήλα, ζορλί (aka σκατουλάκια), κυνηγητό, τους υπερήρωες (είχε βγει τότε πρώτη φορά τέτοιο κινούμενο σχέδιο, το G-Force κι εγώ ήμουν ο Mark γιατί είχα το καλύτερο ποδήλατο και ήμουνα και ο πιο όμορφος κι αν ήθελαν ας έκαναν κι αλλιώς, θα τα έπαιρνε και θα τα σήκωνε), τα μαγαζιά (το τι τρύπια χαρτοπετσέτα είχα μοσχοπουλήσει σαν μοναδικό χειροτέχνημα δεν έχεις ιδέα), κουκλοθέατρο (υπερπαραγωγές – κάναμε την Τενεκεδούπολη, είχαμε φτιάξει τις κούκλες μόνοι μας, γράφαμε το σενάριο, το προβάραμε, βάζαμε σε 2 καρέκλες ένα σκουπόξυλο και πάνω ριχτό ένα σεντόνι και έτοιμη η σκηνή) και το αγαπημένο μου όλων των εποχών...

Tο κρυφτό.

Λοιπόν αυτό το παιχνίδι το λάτρεψα από την πρώτη στιγμή που το δοκίμασα, ήταν το αντίστοιχο της σοκολάτας, είναι το παιχνίδι που έχει τα πάντα. Μυστήριο, ίντριγκα, αγωνία, αδρεναλίνη... τα πάντα. Το καρδιοχτύπημα να βρεις την καλύτερη κρυψώνα, να είσαι σε θέση να παρακολουθείς τον κακομοίρη που τα φυλλούσε, να τον ξεγελάσεις και τελικά να τον νικήσεις στην τελική αναμέτρηση, δεν το άλλαζα με τίποτα. Αυτό το “φτου ξελευτερία” ήταν παρόμοιο με την ολοκλήρωση ενός μακρού και υπέροχου σεξ, ο θρίαμβος, η νίκη και φτου και πάλι απ την αρχή. Αυτό ήταν το καλό, ξανάρχιζες αμέσως χωρίς διακοπές για τσιγάρο.

Ακόμα όμως κι όταν τα φυλούσες ήταν πολύ ενδιαφέρον γιατί έπρεπε να μελετήσεις τη στρατηγική σου, να ξετρυπώσεις τα υποδέλοιπα πιτσιρίκια, έπρεπε να σκεφτείς που βρίσκονται και να τα ξεγελάσεις ώστε να μην προλάβουν να σε νικήσουν. Mind challenging το αγαπημένο κρυφτό, παιχνίδι νοητικό και σωματικό, έπρεπε να σκεφτείς, να ξεγελάσεις, να τρέξεις σαν τον άνεμο αν ήθελες να νικήσεις. Και μιλάμε τώρα για έξω στο δρόμο όπου οι πιθανές κρυψώνες ήταν άπειρες... σου λέω ρε κούκλα μου για τρελή περιπέτεια.

Και θυμήθηκα που λες Πάσχα στο χωριό, γύρω στα 17-18 πια, είχα να παίξω κρυφτό χρόνια, εγώ με τους γονείς και τ αδέρφια και ο αδερφός του μπαμπά συν γυναιξί και τέκνοις as well. Κυριακή του Πάσχα, έξω κρύο, όλοι γύρω απ το τζάκι, σκασμένοι απ το φαί, τυλιγμένοι σε μια ραστώνη ασύλητη, αυτή τη γλυκιά βαρεμάρα που την απολαμβάνεις στο έπακρο, μέχρι που κάποιος πρότεινε να παίξουμε κρυφτό στον κήπο. Όλοι. Παιδιά (τι παιδιά, εκτός απ τον αδερφό μου που ήταν τότε γύρω στα 10 όλοι οι υπόλοιποι ενήλικοι, ή σχεδόν τέλος πάντων.)

Βγήκαμε όλοι έξω στον κήπο (μεγάλος κήπος, γύρω στο 1 στρέμμα, με μάντρα, πεύκα, μια λεύκα, άγριες τριανταφυλλιές και η γωνιά με τα κουκιά που ήταν απαραιτήτως η πιο φροντισμένη γωνιά μιας και η γιαγιά τα λάτρευε και ακόμα ήταν εκεί να μας τη θυμίζει, η γιαγιά είχε κάνει το ταξίδι της 2-3 χρόνια πριν), βγάλαμε με κλήρο το θύμα που θα τα φυλούσε και ορμήσαμε σαν παιδάκια να κρυφτούμε. Δεν θυμάμαι πολλά, θυμάμαι όμως ότι η χαρά σε συνδυασμό με την αδρεναλίνη που κυλούσε σε όλους μας ήταν απερίγραπτη. Ήμασταν όλοι μικρά παιδιά, μπαμπάδες, μαμάδες, θείοι, θείες και τέκνα είχαν ενοποιηθεί στην παρέα του δρόμου, στην παρέα εκείνη την παλιά, την όμορφη, την αθώα. Παίξαμε ώρες νυχτιάτικα μες το κρύο. Ώρες ολόκληρες χωρίς να κουραστούμε, με γέλιο απίστευτο, με πειράγματα, ένα παιχνίδι χωρίς προηγούμενο και χωρίς – δυστυχώς – επόμενο. Μια απ τις ωραιότερες στιγμές της ζωής μου.

Το παιχνίδι έληξε με απίστευτο τρόπο όταν ο θείος που είχε σκαρφαλώσει σ ένα πεύκο για να μην τον βρούμε με τίποτα, έπεσε απ το πεύκο γιατί το καημένο το κλαρί δεν άντεξε το βάρος του κι έσκασε με τα μούτρα κάτω έχοντας ακόμα το τσιγάρο στο στόμα. Στην αρχή παγώσαμε όλοι και μετά από πολύ λίγο κάποιος γέλασε και τότε έγινε απλώς της τρελλής. Όλοι, μα όλοι, συμπεριλαμβανομένου και του τραυματία αναλυθήκαμε σε τρελά γέλια για ώρα πολλή. Στο τέλος σηκώσαμε τον τραυματία, του βγάλαμε το τσιγάρο απ το στόμα και μαζευτήκαμε στη σβησμένη πλέον φωτιά να ξεκουραστούμε.

Σημείωση:

Ο θείος και τραυματίας ήταν απ τους πιο αυστηρούς ανθρώπους που έχω γνωρίσει. Δεν είχε ποτέ πολλά πολλά με τις γυναίκες και τα πιτσιρίκια (εντάξει, τώρα που γέρασε έχει μαλακώσει, πολύ). Σε αντίθεση με τον πατέρα μου που ήταν φοβερά χαρούμενος άνθρωπος και που το καλύτερό του ήταν πάντα να παίζει με τα παιδιά του, ο θείος μου δεν είχε δώσει ποτέ λαβή για κάτι τέτοιο. Ίσως και αυτό να ήταν το πιο ξεχωριστό στιγμιότυπο της μέρας, είχαμε την ευκαιρία όλοι να δούμε έναν “Σοβαρό Μεγάλο” να γίνεται παιδί. Και τι παιδί ε; Απίστευτα σκανταλιάρικο!!!

Σημείωση 2: Το σπίτι στο χωριό δεν υπάρχει πια, έφυγε και αυτό μαζί σχεδόν με το μπαμπά. Κι έτσι, έμειναν μόνον οι όμορφες αυτές αναμνήσεις…


Σχόλια χρηστών

Για να συμμετέχετε στην συζήτηση πρέπει να γίνετε μέλη. Λάβετε μέρος σε κάποια συζήτηση κάνοντας roll-over στο αρχικό σχόλιο και πατήστε το κουμπί "Απάντηση". Για να εισάγετε ένα νέο σχόλιο χρησιμοποιήστε την φόρμα στο τέλος της λίστας.

13 Ιουνίου 2016 Reply
Γιάννης Αντωνόπουλος

Πολύ, πολύ όμορφο... αναμνήσεις όντως άλλων εποχών


Για να σχολιάσετε αυτό το άρθρο θα πρέπει να είστε εγγεγραμμένο μέλος