Στους δρόμους του στρες

Νίκος Σασόπουλος

Ο καπνός έμπαινε από τα παράθυρα μου την ώρα που άνοιγα γιατί είχα ζεσταθεί. Φωνές ακούγονταν, πορεία και ΜΑΤ σκέφτηκα. Μερικές κόρνες και η βαβούρα ποτέ δε με δρόσισαν.

Το επόμενο quest ήταν να κατέβω και να πάω στο σούπερ μάρκετ. Ίσως ένα κρύο τσάι, ένα αναψυκτικό να έκαναν το θαύμα που δεν μπόρεσε να πραγματοποιήσει το παράθυρο.

Μια μεγάλη ουρά είχε σχηματιστεί και αυτοκίνητα είχαν σταματήσει στην μέση του δρόμου. Δύσκολο να περπατήσω και από το πεζοδρόμιο, καθώς η κυρία Σούλα πάντα βγάζει το μικρό κανίς της και δεν μαζεύει ποτέ τα μουσάτα μπαλάκια πινγκ πονγκ που αφήνει στη βόλτα. Με μια περίτεχνη πιρουέτα τα ξεπερνάω και αντικρίζω μπροστά μου ένα χάος.

Ένας τύπος είχε σταματήσει την κυκλοφορία Αλεξάνδρας με Τρικούπη. Κρατούσε μια κατσαρόλα, με κάτι που δεν μπόρεσα να διακρίνω μέσα, στην οποία στριφογυρνούσε μια ξύλινη κουτάλα. Κάθε τόσο την έβγαζε και έδειχνε αυτούς που τον είχαν περικυκλώσει και τον έβριζαν.

«Εσένα, θα σε γαμ%σω!!!» ούρλιαζε και έδειχνε κάποιον τυχαία, με ύφος Ρωμαίου Αυτοκράτορα, σημαδεύοντας τον με την κουτάλα. Την ξανάβαζε στο σκεύος του και ανακάτευε.

«Θα πεθάνεις αν συνεχίσεις να με κοιτάς έτσι», δείχνοντας έναν 10χρονο που πήγαινε σχολείο με την μαμά του.

«Φύγε ρε κωλόγερε να πάμε στις δουλειές μας», του φώναξε μια 85χρονη λίγο πριν χάσει τις αισθήσεις της για πάντα.

«Δεν πάει άλλο, γεράκο ήρθε η ώρα σου», φώναξαν τρεις 14χρονοι που φορούσαν μάσκα. Τον πλησίασαν απειλητικά από πίσω, πλάγια και μπροστά του.

«Φφφφφφφφφύγετε, φύγετε τώρα», φώναζε ο 23χρονος υπάλληλος life coach-influencer, κρατώντας την κατσαρόλα του, ενώ ο κόσμος έδειχνε όλο και περισσότερο τη δυσφορία του.

Τελικά του επιτέθηκε μια διμοιρία ΜΑΤ, την οποία απειλούσε με ξυλοδαρμούς πριν λίγο, περνώντας από την Καλλιδρομίου. 

Ο δρόμος άνοιξε και έφυγαν όλοι, πήγα και γω στο σούπερ μάρκετ, όπου τελικά αγόρασα γρανίτες με γεύση κόλα.

Βγαίνοντας από το σούπερ, είδα τον γεράκο ημιλιπόθυμο ενώ ένας αστυνομικός που φύλαγε τον κόσμο πολύ εξειδικευμένα, ήταν ειδικός φρουρός, του φόραγε χειροπέδες, κλωτσόντας την κατσαρόλα στο πεζοδρόμιο. Ήταν λυπητερό αυτό που έβλεπα και αποφάσισα να παρέμβω.

«Ρε φίλε, όχι έτσι τον ηλικιωμένο, τι έκανε πια;»

«Δε φταίω εγώ. Πήγαινε μαγειρεύοντας»

*από τη συλλογή “Love, Death and Tsiodras”, κεφάλαιο “Θρμβς”.


Σχόλια χρηστών

Για να συμμετέχετε στην συζήτηση πρέπει να γίνετε μέλη. Λάβετε μέρος σε κάποια συζήτηση κάνοντας roll-over στο αρχικό σχόλιο και πατήστε το κουμπί "Απάντηση". Για να εισάγετε ένα νέο σχόλιο χρησιμοποιήστε την φόρμα στο τέλος της λίστας.

Για να σχολιάσετε αυτό το άρθρο θα πρέπει να είστε εγγεγραμμένο μέλος